- ἀποστήριγμα
- ἀπο-στήριγμα, die Versetzung eines Krankheitsstoffes in ein einzelnes Glied
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αποστήριγμα — ἀποστήριγμα, το (Α) 1. υποστήριγμα 2. μετατόπιση υγρού σε κάποιο σημείο του σώματος … Dictionary of Greek
ἀποστήριγμα — stay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστηριγμάτων — ἀποστήριγμα stay neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστηρίγματα — ἀποστήριγμα stay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστηρίγματος — ἀποστήριγμα stay neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)